άσφαγος

άσφαγος
η , ο см. άσφακτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "άσφαγος" в других словарях:

  • άσφαγος — η, ο άσφακτος* …   Dictionary of Greek

  • -γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… …   Dictionary of Greek

  • άσφακτος — και άσφαχτος και άσφαγος, η, ο (AM ἄσφακτος, ον) αυτός που δεν έχει σφαχτεί …   Dictionary of Greek

  • άσφαχτος — η, ο και άσφαγος, η, ο αυτός που δε σφάχτηκε: Το αρνί το αγάπησαν τόσο πολύ τα παιδιά που στο τέλος έμεινε άσφαχτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»